συνάζω

συνάζω
rassembler

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • συνάζω — συνάζω, σύναξα βλ. πίν. 23 Σημειώσεις: συνάγω – συνάζω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται το συνάγω ως συνώνυμο του συνάζω (→ συγκεντρώνω, μαζεύω σε ορισμένο μέρος). Στην κοινή νεοελληνική το συνάγω χρησιμοποιείται κυρίως με την έννοια → συμπεραίνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνάζω — Ν βλ. συνάγω …   Dictionary of Greek

  • συνάζω — σύναξα, συνάχτηκα, συναγμένος 1. συναθροίζω, μαζεύω: Σύναξε στρατό. – Συνάχτηκαν πολλοί στο ίδιο μέρος. – Είχε όλα τα εργαλεία συναγμένα σε μια αποθήκη. 2. «Του σύναξε ένα ξύλο», τον έδειρε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

  • συνάγω — συνάγω, συνήγαγα βλ. πίν. 135 Σημειώσεις: συνάγω – συνάζω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται το συνάγω ως συνώνυμο του συνάζω (→ συγκεντρώνω, μαζεύω σε ορισμένο μέρος). Στην κοινή νεοελληνική το συνάγω χρησιμοποιείται κυρίως με την έννοια →… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγείρω — ἀγείρω (Α) 1. (για πρόσωπα, στρατό κ.λπ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάζω 2. (για πράγματα) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω 3. συγκεντρώνω κάτι με έρανο ή επαιτεία 4. συγκεντρώνω χρήματα για λατρευτικό σκοπό 5. συγκεντρώνω επιχειρήματα για μια… …   Dictionary of Greek

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • διαλέγω — και διαλέω (AM διαλέγω) κάνω επιλογή, επιλέγω νεοελλ. 1. (για λουλούδια, καρπούς) συλλέγω, συνάζω, μαζεύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαλεγμένος εκλεκτός, διαλεχτός αρχ. 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω 2. αποχωρίζω, διαχωρίζω 3. προσπαθώ να βρω …   Dictionary of Greek

  • επικαλαμώμαι — ἐπικαλαμῶμαι, άομαι (Α) σταχυολογώ μετά τον θερισμό, συνάζω τά απομεινάρια τού θερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καλαμώμαι (< καλάμη) «συλλέγω τα στάχια μετά τον θερισμό»] …   Dictionary of Greek

  • μύσσω — αναστενάζω, βογγώ, αγκομαχώ («για να δω, και για να βρω εκείνον οπού μύσσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύσσω < αρχ. μύζω (ΙΙ) «στενάζω, βογγώ» σχηματίστηκε κατά τα ρ. σε σσω (πρβλ. τρομάζω τρομάσσω, σταλάζω σταλάσσω, ρημάζω ρημάσσω), δοθέντος… …   Dictionary of Greek

  • συχτάρι — το, Ν σκούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < αμάρτυρο τ. *συναχτάρι < συνάζω / συνάγω «μαζεύω, συγκεντρώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”